- συνεδρεύω
- ΝΑ [σύνεδρος]1. παίρνω μέρος σε συνεδρίαση, συνεδριάζω2. συνδιασκέπτομαι, συσκέπτομαιαρχ.1. στήνω ενέδρα, ενεδρεύω2. (για στρατεύματα) περικλείω3. μτφ. α) ιατρ. (για σύμπτωμα) συνυπάρχω, συνοδεύω («σημεῑα συνεδρεύει τῷ ἀνευρύσματι ὄγκος», Αέτ.)β) (γενικά) συναποτελώ, συνυπάρχω4. (το ουδ. τής παθ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συνεδρευόμεναα) οι αποφάσεις συνεδρίουβ) (ειδικά) τα ψηφίσματα τής συγκλήτου5. (το ουδ. τής ενεργ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συνεδρεύονταα) γραμμ. τα συμφραζόμεναβ) (ως τίτλος έργου τού γιατρού Πραξαγόρου) τα συγχρόνως εμφανιζόμενα συμπτώματα6. φρ. «συνεδρεύω τῷ λόγῳ» — παρίσταμαι ή μετέχω σε συζήτηση (Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.